Η επιστήμη των αισθήσεων. Μέρος 2ο: Όραση – φως

Τι-Πως-Γιατί

Μένοντας πιστοί στο μοτίβο της εισαγωγής, που κάναμε για την ακοή στο 1ο μέρος:

Ρωτάμε, συχνά “Το βλέπεις αυτό;”

Τι βλέπουμε; Σχήματα και χρώματα. Α, ναι! Εκτιμούμε και αποστάσεις, αναγνωρίζουμε μοτίβα και αντιλαμβανόμαστε κινήσεις. Ομολογουμένως, όχι πάντα με επιτυχία, καθώς ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα μάτια μας, αλλά κυρίως η επεξεργασία των οπτικών ερεθισμάτων από τον εγκέφαλο,  μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Ας θυμηθούμε, άλλωστε, ότι η όραση εξελίχθηκε για συγκεκριμένο σκοπό σε συγκεκριμένες συνθήκες…. την επιβίωση στην άγρια φύση. Και σε αυτό το πλαίσιο, φαίνεται να τα καταφέρνει καλά!

Τι είναι αυτό που βλέπουμε όμως; Βασικά, το… παρελθόν! Γιατί παρελθόν, δεν αποτελεί μόνο η εικόνα των μακρινών γαλαξιών, το φως των οποίων χρειάζεται δισεκατομύρια χρόνια να φτάσει σε εμάς. Παρελθόν αποτελεί και η εικόνα του φίλου που κάθεται δίπλα μας και συζητάμε. Για να φτάσει στα μάτια μας, το φως από αυτόν, χρειάζεται κάποιο χρόνο. Νανοδευτερόλεπτα θα μου πείτε. Ίσως! Πάντως, μεσολαβεί χρόνος!

Το φως είναι ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία

Μιλάμε δηλαδή, απόλυτα και αποκλειστικά, για διάδοση κυμάτων; Όχι, καθώς το φως, εκτός από κυματική, εμφανίζει και σωματιδιακή συμπεριφορά. Εφόσον, όμως, σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι η ανάλυση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου, μπορούμε να αφήσουμε, προς το παρόν στην άκρη, τα σωματίδια που ονομάζουμε φωτόνια. Για όποιον ενδιαφέρεται, όμως, έχουμε γράψει σχετικά με τον κυματοσωματιδιακό δυϊσμό στα Πειράματα διπλής σχισμής.

Έχει κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα το στενό κομμάτι της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που είμαστε σε θέση να δούμε; Έχει κάτι το ξεχωριστό, ώστε να ονομάζεται (μόνο αυτό) φως; Μάλλον όχι!

Γιατί μπορεί να έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε φως το ορατό τμήμα του φάσματος, αυτό δηλαδή που μπορούμε να αντιληφθούμε εμείς (ή, καλύτερα, να δούμε, αφού υπάρχουν και άλλες φασματικές περιοχές τις οποίες μπορούμε να αντιληφθούμε, π.χ. την υπέρυθρη μέσω του δέρματός μας), ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι άλλα ζώα μπορούν να δουν σε διαφορετικές περιοχές του φάσματος, όπως στο υπέρυθρο ή το υπεριώδες, ενώ σε κάποιες “δικές” μας περιοχές μπορεί να είναι τυφλά. Φως είναι, σε όλες αυτές περιπτώσεις.

Άλλωστε, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό “φως”, για όλο το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα. Kαθόλου σπάνιο να ακούσουμε για μία εικόνα του Ήλιου, την οποία τα τηλεσκόπιά μας κατέγραψαν στην τάδε φασματική γραμμή του μακρινού υπεριώδους (EUV) ή για το υπέρυθρο φως ενός γαλαξία, που κατέγραψε το JWST. Θα μου πείτε, η καθημερινή εμπειρία ίσως καθιστά δύσκολο να σκεφτούμε ως φως τις ακτίνες Χ μίας ιατρικής εξέτασης ή τα ραδιοφωνικά κύματα που μεταφέρουν μουσική…

Και όμως! Όλα τα παραπάνω αποτελούν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Είναι δηλαδή ηλεκτρομαγνητικά κύματα, της ίδιας φύσης, με μόνη διαφορά την συχνότητά τους (ή το μήκος κύματος, εάν προτιμάτε).

Τι είναι, όμως, ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα;

Όπως λέει και το όνομά του, είναι ο συνδυασμός δύο κυμάτων, ενός ηλεκτρικού και ενός μαγνητικού, τα οποία ταξιδεύουν μαζί, διαδίδονται δηλαδή κατά μήκος του ίδιου άξονα. Τα κύματα αυτά είναι εγκάρσια, οι ταλαντώσεις δηλαδή των πεδίων -του ηλεκτρικού και του μαγνητικού- εκτελούνται κάθετα στην διεύθυνση διάδοσης. Τα δύο κύματα, επίσης, είναι κάθετα μεταξύ τους, όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήμα. Αν, δηλαδή, το ηλεκτρικό κύμα ταξιδεύει -για παράδειγμα- επάνω στον τοίχο του σπιτιού μας, τότε το μαγνητικό ταξιδεύει στο πάτωμα. Α, ναι, είναι και συμφασικά, κάτι που σημαίνει πως λαβμάνουν ταυτόχρονα τις μέγιστες και τις ελάχιστες τιμές τους.

Το φως, σε αντίθεση με τα μηχανικά κύματα, δεν χρειάζεται μέσο διάδοσης. Έτσι, ενώ ο ήχος χρειάζεται τον αέρα για να φτάσει στα αφτιά μας και ένα τσουνάμι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την θάλασσα, το φως των αστεριών (ή τα σήματα επικοινωνίας των ρομπότ που έχουμε στείλει στον Άρη) έρχεται σε εμάς μέσω του κενού διαστημικού χώρου. Θα μου πείτε “είναι, το διάστημα, εντελώς κενό;”. Ίσως όχι, πλησιάζει όμως αρκετά, στην μεγαλύτερη έκτασή, του το απόλυτο κενό. Πάντως, τα πολύ αραιά περιεχόμενά του, δεν είναι αυτά που συμβάλλουν στην διάδοση του φωτός· γνωρίζουμε ότι αυτό διαδίδεται και στο κενό. Ήδη από το 1887, με το πείραμα των Michelson και Morley, είμαστε σίγουροι πως τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα δεν χρειάζονται κάποιο εξωτικό μέσο -όπως ο Αιθέρας- για να διαδοθούν

Και με ποιά ταχύτητα ταξιδεύει το φως; Ε, αυτό, νομίζω πως το ξέρουμε όλοι. Με την ταχύτητα του… φωτός. Για το κενό, η ταχύτητα αυτή είναι περίπου 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, και είναι η μεγαλύτερη ταχύτητα που μπορεί να υπάρξει στο σύμπαν. Ένα αρκετά έξυπνο πείραμα, που εντυπωσιάζει ιδίως λόγω της εποχής στην οποία διεξήχθη και με δεδομένα τα μέσα της εποχής αυτής, αφορά την πολύ καλή προσέγγιση της ταχύτητας του φωτός από τον Fizeau, το 1849. Περισσότερα για αυτό το πείραμα, έχουμε γράψει εδώ.

Το φως, όμως, όταν δεν κινείται στο κενό, όταν ταξιδεύει δηλαδή μέσα σε κάποιο μέσο, μπορεί να κινηθεί και πιο αργά. Η διαφορά ταχύτητας, άλλωστε, είναι αυτή από την οποία εξαρτάται ο διαφορετικός δείκτης διάθλασης που μας προσφέρει την ανάλυση του -μη μονοχρωματικού, φυσικά- φωτός, από ένα πρίσμα.

Όλοι έχουμε δει φωτογραφίες ανάλυσης του λευκού φωτός, αυτού που φτάνει σε εμάς από τον Ήλιο, από ένα ένα τέτοιο πρίσμα. Μία τέτοια ανάλυση, από ένα πείραμα που σκοπό είχε να μελετήσει την συμπεριφορά της περιοχής του ορατού φωτός μόνο -εφόσον τότε δεν ήταν γνωστή η ύπαρξη άλλων περιοχών- οδήγησε στην ανακάλυψη της υπέρυθρης ακτινοβολίας. Περισσότερα γι αυτό, εδώ.

Τι βλέπουμε εμείς

Το φως που φτάνει στα μάτια μας, μας επιτρέπει να δημιουργήουμε μία εικόνα του κόσμου γύρω μας. Και μιλάμε για μία εικόνα και όχι για “την εικόνα”, καθώς με την όραση βλέπουμε μία “χρήσιμη για την επιβίωση” μορφή του περιβάλλοντός μας, αντί να αναλύουμε αυτά που πραγματικά μας περιβάλλουν. Το αντίθετο θα ήταν, τρομακτικό και χαοτικό, πέρα από άχρηστο -με όρους εξέλιξης της ζωής επάνω στη Γη-.

Βλέπουμε χρώματα, ώστε να κατανοήσουμε τι βρίσκεται γύρω μας. Πολλά χρώματα -όπως αναφέραμε- μπορούν να προκύψουν από συνδυασμό κυμάτων με διαφορετικές συχνότητες. Φανταστείτε, λοιπόν, να βλέπαμε παντού διακριτές συχνότητες, αντί για αυτά. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε δεν θα ήμασταν σε θέση να δούμε αυτό που ονομάζουμε λευκό φως του Ήλιου. Στη θέση του, θα βλέπαμε, μία μία, όλες τις συχνότητες που  το συνθέτουν.

Φανταστείτε να μπορούσαμε, επιπλέον, να το κάνουμε αυτό για όλο το φάσμα, και όχι για το ιδιαίτερα μικρό τμήμα του, το ορατό. Θα ήμασταν, διαρκώς, μέσα σε μία μπερδεμένη “σούπα” συχνοτήτων. Θα βλέπαμε ξεχωριστά τα κύματα από κάθε ραδιοφωνικό σταθμό, κάθε σήμα τηλεχειριστηρίου που ξεκλειδώνει ένα αυτοκίνητο και κάθε υπέρυρθη ακτινοβολία που στέλνει στο διάστημα το έδαφος όταν ζεσταίνεται. Not good! Οι συχνότητες που μπορούμε να δούμε, λοιπόν, είναι αυτές που παρέχουν πλεονέκτημα για την αντίληψη του άμεσου περιβάλλοντός μας.  

Μίλώντας με αριθμούς, τα μήκη κύματος που μπορούμε να αντιληφθούμε βρίσκονται περίπου στην περιοχή μεταξύ 400 και 700 νανόμετρων (nm). Ένα νανόμετρο είναι το ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου ή το ένα εκατομμυριστό του χιλιοστού. Το μάτι μας διαθέτει δύο είδη φωτοϋποδοχέων, τα κωνία και τα ραβδία. Οι τρεις τύποι κωνίων, είναι αυτοί που μας επιτρέπουν να ξεχωρίζουμε τα χρώματα, καθώς ο καθένας εξ αυτών εμφανίζει ευαισθησία σε διαφορετική περιοχή (κόκκινο – πράσινο – μπλε). Αξιοσημείωτο είναι, εδώ, ότι διαφορετικοί συνδυασμοί συχνοτήτων είναι σε θέση να δημιουργήσουν την ίδια αντίληψη χρώματος, καθώς -όπως έχουμε ήδη αναφέρει- το μάτι δεν αναλύει μία μία τις συχνότητες, αλλά, αντίθετα, δημιουργεί ένα αποτέλεσμα από τον συνδυασμό αυτών. Έτσι, η ίδια αίσθηση κίτρινου φωτός μπορεί να επιτευχθεί είτε με ένα μονοχρωματικό φως στην περιοχή του κίτρινου (π.χ. 620 nm), είτε με συνδυασμό ενός κόκκινου και ενός πράσινου φωτός.

Τα ραβδία προορίζονται για την ανίχνευση αμυδρού φωτός. Είναι αυτά που μας βοηθούν να βλέπουμε σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού (π.χ. νύχτα) και δεν είναι κατάλληλα για χρώματα. Αυτό εξηγεί το γιατί δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το χρώμα των περισσότερων αστεριών με γυμνό μάτι. Το φως τους δεν επαρκεί για να ενεργοποιήσει τα κωνία, όποτε τα βλέπουμε μέσω των “ασπρόμαυρων” ραβδίων

Αναγνωρίζουμε σχήματα, μορφές, περιγράμματα. Πράγματι, η ικανότητα του ανθρώπου να αναγνωρίζει μοτίβα είναι αξιοθαύμαστη. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε εξελιχθεί ώστε να αναγνωρίζουμε εύκολα αυτά που είναι πιο πιθανό να συναντήσουμε στη ζωή μας. Δεν είναι και τόσο αντικειμενική η ματιά μας, απλά δουλεύει ικανοποιητικά στις συνηθισμένες καταστάσεις. Αν αναλύαμε, πράγματι, με ακρίβεια τα πάντα γύρω μας, τότε δεν θα την “πατάγαμε” με τις διαφόρων ειδών οφθαλμαπάτες, που όλοι έχουμε συναντήσει. Όμως τότε, ο χρόνος επεξεργασίας θα γινόταν ιδιαίτερα μεγάλος, καθυστερώντας αρκετά την όποια αντίδρασή μας. Πιθανότητες επιβίωσης; Ελάχιστες!

Μέσω της όρασης μπορούμε, επίσης, να αντιληφθούμε κίνηση. Μπορούμε να καταλάβουμε εάν κάτι μας πλησιάζει ή απομακρύνεται από εμάς. Να πάρουμε πληροφορίες από τις χειρονομίες του συνομιλητή μας. Να καταλάβουμε εάν φυσάει -όταν κινούνται τα κλαδιά από όλα τα δέντρα- ή αν είναι πιθανά κρυμμένος ένας θηρευτής -όταν κινούνται τα κλαδιά ενός μόνο θάμνου-

Μπορούμε, όμως, να αντιληφθούμε όλες τις κινήσεις; Όχι. Κάτι που κινείται πολύ γρήγορα -όπως ένα βέλος- δεν θα μπορέσουμε να το παρατηρήσουμε. Όπως και κάτι που κινείται πολύ αργά. Το να κοιτάξουμε, απλά, μία φορά το φεγγάρι, δεν θα μας δώσει καμία αίσθηση κίνησης. Πηγαίνει πολύ αργά για εμάς. Παρατηρώντας το, ξανά και ξανά, σε διαφορετικές στιγμές, θα αντιληφθούμε τελικά πως κινείται, αλλά όχι ως αίσθηση· ως συμπέρασμα. Εάν μπορούσαμε να αντιληφθούμε την παραμικρή χωρική μεταβολή συναρτήσει του χρόνου (άντε, τώρα, να ορίσουμε το… “παραμικρή”. Ας πούμε, λοιπόν, πολύ μικρότερη από την υφιστάμενη), τότε οι ταινίες που βλέπουμε, σήμερα, θα έμοιαζαν με μία σειρά από ακίνητες εικόνες που θα περνούσαν γρήγορα μπροστά από τα μάτια μας. Το ότι δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε αυτές τις γρήγορες εναλλαγές, σε συνδυασμό με το μετείκασμα, μας επιτρέπουν να παρακολουθούμε ταινίες!

Μετείκασμα

Είναι το φαινόμενο της διατήρησης στο οπτικό μας πεδίο, της τελευταίας εικόνας που είδαμε, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι αυτό που μας επιτρέπει να απολαύσουμε μία κινηματογραφική ταινία ή ένα βίντεο στον υπολογιστή ή το κινητό μας. Εάν τα χρονικά διαστήματα είναι τα κατάλληλα, τότε η προηγούμενη εικόνα δεν “σβήνει” από τα μάτια μας, μέχρι να έρθει να την αντικαταστήσει, η επόμενη. Ο κινηματογράφος χρησιμοποιεί, παραδοσιακά, την συχνότητα εναλλαγής των 24 καρέ ανά δευτερόλεπτο. Η τιμή αυτή είχε αυξηθεί στα 25, την εποχή των συσκευών home video (καθώς είναι το μισό της συχνότητας των 50 Hz, του ηλεκτρικού δικτύου). Σήμερα, με τις ηλεκτρονικές συσκευές, παρότι η συχνότητα αυτή μπορεί να πάρει ακόμα μεγαλύτερες τιμές για συγκεκριμένα animations, τα 24 καρέ θεωρούνται αρκετά, για να μας προσφέρουν μία ικανοποιητική ψευδαίσθηση ομαλής κίνησης.

Πως συμπεριφέρεται το φως

Το οτι οι ιδιότητες του φωτός, θα γέμιζαν τόμους ολόκληρους, είναι… understatement! Η συμπεριφορά που εμφανίζει εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο πολλών μελετών και πειραμάτων, τα οποία δεν σταματούν να εμπλουτίζουν την σχετική βιβλιογραφία. Είναι αδύνατον, σε ένα άρθρο σαν κι αυτό, να μιλήσουμε για όλα αυτά. Ακόμα και επιγραμματικά. Ακόμα κι αν αφήναμε στην άκρη τον μικρόκοσμο, όπου επικρατεί η εξωτική κβαντική μηχανική, ή τις σχετικιστικές αναφορές, και επιχειρούσαμε να μιλήσουμε μόνο για τα φαινόμενα της κλασικής οπτικής.

Μπορούμε, όμως, να αναφερθούμε στα βασικά φαινόμενα, τα οποία λίγο-πολύ αφορούν και κυριαρχούν στις γνωστές συμπεριφορές/εφαρμογές της καθημερινότητας.

Ανάκλαση του φωτός. Είναι κάτι που μπορούμε να αντιληφθούμε εύκολα, καθώς όλοι έχουμε κοιταχτεί σε… καθρέφτη. Η ανάκλαση αφορά την αλλαγή διεύθυνσης του φωτός, όταν αυτό συναντήσει μία ανακλαστική επιφάνεια: έναν καθρέφτη, μία λίμνη, το καλογυαλισμένο αυτοκίνητό μας. Όταν χτενιζόμαστε κοιτάμε σχεδόν κάθετα την επιφάνεια του καθρέφτη, και το φως επιστρέφει πίσω, σε εμάς. Κοιτάζοντας, όμως, υπό γωνία, μπορούμε να δούμε και άλλα αντικείμενα· όσο μεγαλύτερη η γωνία, τόσο πιο μακρινά. Αυτό ισχύει γιατί η γωνία πρόσπτωσης είναι ίση με την γωνία ανάκλασης.

Διάθλαση του φωτός. Αφορά την αλλαγή διεύθυνσης του φωτός, όταν αυτό περνάει από ένα μέσο, σε ένα άλλο στο οποίο κινείται με διαφορετική ταχύτητα. Οι διαφορετικοί δείκτες διάθλασης -ή αλλιώς οι διαφορετικές ταχύτητες, με τις οποίες ταξιδεύει το φως- σε αυτά τα υλικά, αναγκάζουν το φως να… στρίψει. Είναι κάτι που όλοι έχουμε δει. Θυμηθείτε το πως “στραβώνει” ένα καλαμάκι, μετά την επιφάνεια του νερού σε ένα ποτήρι. Ή ένα σχοινί που συνεχίζει μέσα στην θάλασσα. Σωστά καταλάβατε! Αυτό συμβαίνει γιατί το φως κινείται μέ άλλη ταχύτητα μέσα στον αέρα, και με άλλη μέσα στο νερό. Όμως, το φαινόμενο της περίθλασης δεν εξαντλείται σε… “τσακισμένα” καλαμάκια. Σε αυτή την σπουδαία ιδιότητα, στηρίζονται οι φακοί. Αυτοί που χρησιμοποιούμε για να βελτιώσουμε την όρασή μας, για να προβάλλουμε μία ταινία, να βγάλουμε μία φωτογραφία ή ακόμα και να φτιάξουμε ένα τηλεσκόπιο (διοπτρικό). Ας μην ξεχνάμε πως και το ανθρώπινο μάτι διαθέτει φακό. Έτσι, μπορούμε να ισχυριστούμε -χωρίς να υπερβάλουμε- ότι η ίδια η όρασή μας στηρίζεται σε αυτό το φαινόμενο.

Και ο κατάλογος δεν τελειώνει. Γιατί μπορεί να αναφέραμε, ήδη, την ανάλυση του λευκού φωτός από ένα πρίσμα ως εφαρμογή του φαινομένου της διάθλασης, είναι όμως ατελείωτα αυτά που μπορούμε να κάνουμε μέσω της ανάκλασης και της διάθλασης ή και συνδυασμών τους. Μπορούμε αναφέρουμε τα τηλεσκόπια με φακούς (διοπτρικά), με καθρέφτες (κατοπτρικά) ή και με τα δύο (καταδιοπτρικά). Μπορούμε να αναφέρουμε τα μικροσκόπια, τους φακούς zoom των φωτογραφικών μηχανών, ή την δημιουργία δεσμών laser (απαιτούνται κάτοπτρα). Μπορούμε να αναφερθούμε και σε άλλα πρίσματα -πέραν του γνωστού, στο εξώφυλλο των Pink Floyd- όπως τα πρίσματα που αντιστρέφουν το είδωλο (καθώς, όπως γνωρίζουμε, ο φακός το προβάλλει ανάποδα) στα κυάλια και τις φωτογραφικές μηχανές. Ή ακόμα και τα κυβικά πρίσματα, τα οποία έχουν την ιδιότητα να ανακλούν το φως με την ίδια γωνία, επιστρέφοντάς το πίσω στην αρχική πηγή (το ξέρατε ότι οι ανακλαστήρες του οχήματός σας αποτελούνται από πολλά τέτοια κυβικά πρίσματα;) Όπως είπαμε, ο κατάλογος είναι τελείωτος!

Περίθλαση του φωτός. Κάθε εμπόδιο ή οπή που συναντά το φως στον δρόμο του -εφόσον είναι συγκρίσιμα με το μήκος κύματός του- λειτουργούν ως νέες πηγές εκπομπής, στέλνοντας φως προς όλες τις διευθύνσεις. Είναι ένα φαινόμενο που θα το συναντήσουμε, κατά κόρον, σε επιστημονικά πειράματα και σε τεχνολογικές εφαρμογές. Όπως στα “Πειράματα διπλής σχισμής” ή στα φράγματα (επιφάνειες -ανακλαστικές ή μη- με πολλές “χαρακιές”) τα οποία χρησιμοποιούμε για ανάλυση φάσματος του φωτός. Ακόμη και τα ολογράμματα στηρίζονται στην ιδιότητα αυτή. Στην καθημερινή ζωή, όμως, δεν είναι πολλά τα παραδείγματα για το φαινόμενο της περίθλασης. Να ξέρετε πάντως ότι τα χρώματα που βλέπετε όταν πέφτει φως επάνω στην επιφάνεια ενός CD ή DVD, οφείλονται σε αυό το φαινόμενο.

Πόλωση του φωτός. Όπως είδαμε, ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα έχει την ηλεκτρική και την μαγνητική συνιστώσα του. Αυτές ταξιδεύουν σε δύο συγκεκριμένα επίπεδα που είναι κάθετα μεταξύ τους. Το φως, όμως, δεν αποτελείται από ένα μόνο τέτοιο κύμα. Έτσι, περιλαμβάνει κύματα που κινούνται σε όλα τα επίπεδα, στα οποία ανήκει η διεύθυνση διάδοσης. Αυτό είναι ένα μη πολωμένο φως. Εάν, με κάποιο τρόπο, επιβάλλουμε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ταλάντωσης -ή επιλέξουμε μόνο τα κύματα που κινούνται σε αυτό- τότε έχουμε ένα γραμμικά πολωμένο φως.

Ακούγεται, μήπως, ιδιαίτερα τεχνικό, για την καθημερινή ζωή; Κι όμως…

Η επιλογή που αναφέραμε μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός πολωτικού φίλτρου, κάτι όχι τόσο ασυνήθιστο εφόσον χρησιμοποιείται στα γυαλιά ηλίου τύπου polaroid. Τα γυαλιά αυτά δεν είναι -απαραίτητα- σκούρα, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο. Στην πραγματικότητα πολώνουν το φως, επιτρέπουν δηλαδή την διέλευση μόνο όσων κυμάτων ταλαντώνονται σε συγκεκριμένο επίπεδο. Άρα, “κόβουν” όλες τις συνιστώσες των κυμάτων που βρίσκονται στο επίπεδο που είναι κάθετο σε αυτό, εμποδίζοντας τελικά την διέλευση της μισής ποσότητας του φωτός. Έτσι, αυτό που συμβάινει στην πραγματικότητα, είναι η ελάττωση του φωτός, γεγονός που, ενώ δεν υπάρχει -απαραίτητα- κάποιο υλικό επάνω στα γυλιά που να τα σκουραίνει, τα κάνει να εμφανίζονται σκούρα. Και γιατί τα έχουμε κάνει όλα αυτά; Γιατί το ενοχλητικό φως από ανακλάσεις σε διάφορες επιφάνειες γύρω μας, όπως από τζάμια αυτοκινήτων, είναι πολωμένο. Φορώντας γυαλιά με πολωτικό φίλτρο, εμποδίζουμε αυτές τις ανακλάσεις να φτάσουν στα μάτια μας, και άρα περιορίζουμε τους παράγοντες που μας… “στραβώνουν”.

Είναι καταπληκτικά τα φαινόμενα, τα οποία δημιουργούν όλα αυτά που βλέπουμε και -ίσως- ακόμη πιο καταπληκτικός ο πολύπλοκος και υποκειμενικός τρόπος, με τον οποίον τα βλέπουμε. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο εγκέφαλος αφιερώνει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό του, για την όραση. Ελπίζουμε πως σας δώσαμε, και εμείς, μία μικρή γεύση σχετικά με αυτήν…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *