Ερευνητές από την Ιταλία, τη Χιλή και τη Γαλικία εξέτασαν και συνέκριναν τα επίπεδα φωτορύπανσης σε μεγάλα αστεροσκοπεία σε όλο τον κόσμο. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Monthly Notices of the Royal Astronomical Society”, δείχνει ότι ο ουρανός πάνω από τα περισσότερα παρατηρητήρια είναι μολυσμένος και ότι απαιτείται άμεση δράση ώστε να μειωθεί η ποσότητα της μόλυνσης από το τεχνητό φως.
Η έρευνα παρουσιάζει τα επίπεδα φωτορύπανσης για 50 περίπου παρατηρητήρια σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων επαγγελματικών αστεροσκοπείων, καθώς και μικρότερων αστεροσκοπείων για ερασιτέχνες. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα μοντέλο διάδοσης του φωτός στην ατμόσφαιρα της Γης, εφαρμόζοντάς το σε δορυφορικά δεδομένα νυχτερινού χρόνου.
Η χρήση πρόσθετων δεικτών φωτορύπανσης, πέρα από την κλασική εξέταση της φωτεινότητας στο ζενίθ (δηλαδή στην κατακόρυφη κατεύθυνση), αποκαλύπτει ότι ο νυχτερινός ουρανός στα μεγάλα παρατηρητήρια είναι πιο μολυσμένος από ό,τι θα περίμενε κανείς. Το ζενίθ αποτελεί γενικά την λιγότερο μολυσμένη -επομένως την πιο σκοτεινή- ζώνη του νυχτερινού ουρανού και είναι ένας από τους πολλούς δείκτες που αξιοποιήθηκαν για την ταξινόμηση των τοποθεσιών στη μελέτη.
Οι πρόσθετοι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν είναι η μέση φωτεινότητα σε υψόμετρο 30° πάνω από τον ορίζοντα, η μέση φωτεινότητα στις πρώτες 10° πάνω από τον ορίζοντα, η ολική μέση φωτεινότητα του ουρανού και η φωτεινότητα του εδάφους. Οι δείκτες αυτοί -μαζί με την φωτεινότητα στο ζενίθ- βοήθησαν στην αποκρυπτογράφηση του τρόπου με τον οποίο το τεχνητό φως επηρεάζει τον νυχτερινό ουρανό.
Η βασική μέτρηση αφορά την σύγκριση με την φυσική φωτεινότητα του ουρανού, η οποία οφείλεται στην φωταύγεια της ατμόσφαιρας, στα υψηλά στρώματα, και στο φως που προέρχεται από αστέρια και τον Γαλαξία.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι μόνο σε 7 από τις 28 τοποθεσίες μεγάλων αστεροσκοπείων (που φιλοξενούν τηλεσκόπια με διάμετρο ίση ή μεγαλύτερη των 3 μέτρων) η ζενίθια φωτεινότητα ουρανού παρουσίασε φωτορύπανση κάτω από το αναμενόμενο όριο του 1% της φυσικής φωτεινότητας του ουρανού· και έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν αμόλυντος προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιπες 21 τοποθεσίες -τα τρία τέταρτα όλων των μεγάλων παρατηρητηρίων- βρίσκονται πάνω από αυτό το επίπεδο.
Η χαμηλότερη σκόπευση των επίγειων τηλεσκοπίων είναι περίπου 30° πάνω από τον ορίζοντα. Από τις 28 τοποθεσίες των μεγάλων αστεροσκοπείων, μία μόνο εμφανίζει φωτορύπανση κάτω από το επίπεδο του 1% σε αυτή τη γωνία. Η Διεθνής Αστρονομικής Ένωση έθεσε το 10%, την δεκαετία του 1970, ως ένα πιο χαλαρό όριο για την μέγιστη επιτρεπόμενη τεχνητή φωτεινότητα για τα μεγάλα παρατηρητήρια. Όμως η νέα μελέτη δείχνει ότι η φωτορύπανση στα δύο τρίτα των επίγειων παρατηρητηρίων της μελέτης έχει πλέον ξεπεράσει και αυτό το -πιο υψηλό- όριο.
Ο επικεφαλής της έρευνας Dr Fabio Falchi λέει ότι «η λιγότερο μολυσμένη από όλες τις τοποθεσίες της μελέτης είναι μία εγκατάσταση στη Ναμίμπια, η οποία φιλοξενεί τηλεσκόπια που νοικιάζονται σε ερασιτέχνες για οπτική, φωτογραφική και ερευνητική χρήση. Ήμουν πρόσφατα εκεί και μπορώ να επιβεβαιώσω ότι αποτελεί την λιγότερο φωτομολυσμένη τοποθεσία που έχω δει.» Και προσθέτει πως: «Πρέπει να προσπαθήσουμε να μειώσουμε τα επίπεδα φωτορύπανσης στις άλλες τοποθεσίες, προκειμένου να προστατεύσουμε το μέλλον της επίγειας αστρονομίας.»
Παραπομπές: Fabio Falchi et al, Light pollution indicators for all the major astronomical observatories, Monthly Notices of the Royal Astronomical Society (2022). DOI: 10.1093/mnras/stac2929
Πηγή: https://www.ras.ac.uk/