Περίληψη: Η μουσική μπορεί να προκαλέσει μια σειρά από συναισθήματα και να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα διαφορετικούς πολιτισμούς. Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να “συντονιζόμαστε” με κάποια τραγούδια περισσότερο από ό,τι με άλλα; Οι ερευνητές λένε ότι όταν ακούμε ένα τραγούδι, ο εγκέφαλός μας προβλέπει το τι θα συμβεί στη συνέχεια, και αυτή η πρόβλεψη υπαγορεύει το αν μας αρέσει τελικά αυτό το τραγούδι ή όχι.
Πριν από μερικά χρόνια, το Spotify παρουσίασε έναν διαδραστικό χάρτη, ο οποίος ταξινομούσε -ανά πόλη- τις μουσικές προτιμήσεις. Εκείνη την εποχή, στο Παρίσι και τη Νάντη επικρατούσε η Jeanne Added, ενώ το Λονδίνο έδειχνε να έχει αδυναμία στο τοπικό δίδυμο χιπ χοπ Krept & Kronan. Είναι γνωστό ότι τα μουσικά γούστα ποικίλλουν με την πάροδο του χρόνου, ανά περιοχή, ακόμη και ανά κοινωνική ομάδα.
Ωστόσο, οι περισσότεροι εγκέφαλοι είναι παρόμοιοι κατά τη γέννηση, οπότε τι συμβαίνει σε αυτούς και μας κάνει να καταλήγουμε σε τόσο διαφορετικά μουσικά γούστα;
Συναισθήματα – μια ιστορία πρόβλεψης
Εάν σας βάλει, κάποιος, να ακούσετε μια άγνωστη μελωδία και κάποια στιγμή την σταματήσει, εσείς μπορείτε να τραγουδήσετε τη νότα που θεωρείτε πως ακολουθεί. Τουλάχιστον, οι επαγγελματίες μουσικοί μπορούν! Τον Σεπτέμβριο του 2021, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο “Journal of Neuroscience” έδειξε ότι, κάθε φορά που ακούμε μουσική, στον εγκέφαλό μας λαμβάνουν χώρα παρόμοιες διαδικασίες πρόβλεψης, χωρίς απαραίτητα να το συνειδητοποιούμε.
Οι προβλέψεις αυτές δημιουργούνται στον ακουστικό φλοιό και συγχωνεύονται με τη νότα που πραγματικά ακούστηκε στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κάποια “σφάλματα πρόβλεψης”. Στην συγκεκριμένη μελέτη, τα σφάλματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως ένα είδος “νευρικής βαθμολόγησης” ώστε να μετρηθεί το πόσο καλά μπορούσε ο εγκέφαλος να προβλέψει την επόμενη νότα σε μια μελωδία.
Το 1956, η αμερικανή συνθέτις και μουσικολόγος Leonard Meyer διατύπωσε μία θεωρία, βάσει της οποίας τα συναισθήματα που δημιουργεί η μουσική προκαλούνται από μια αίσθηση ικανοποίησης ή απογοήτευσης, που προέρχεται από τις προσδοκίες του ακροατή. Από τότε, η ακαδημαϊκή πρόοδος μας έχει βοηθήσει να συνδέσουμε τις μουσικές προσδοκίες με περισσότερα και πιο περίπλοκα συναισθήματα.
Σε μία έρευνα, για παράδειγμα, οι συμμετέχοντες μπορούσαν να απομνημονεύσουν πολύ καλύτερα κάποιες ακολουθίες τόνων, εάν ήταν σε θέση να προβλέψουν με ακρίβεια τις νότες μέσα σε αυτές.
Τα βασικά συναισθήματα (π.χ. χαρά, λύπη ή ενόχληση) μπορούν να αναλυθούν σε δύο θεμελιώδη συστατικά, το σθένος και την ψυχολογική ενεργοποίηση, που μετρούν, αντίστοιχα, το πόσο θετικό (π.χ. λύπη έναντι χαράς) και το πόσο συναρπαστικό (πλήξη εναντίον θυμού) είναι ένα συναίσθημα. Ο συνδυασμός αυτών των δύο, μας βοηθά να ορίσουμε τα βασικά συναισθήματα.
Δύο μελέτες (το 2013 και το 2018) έδειξαν πως όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να κατατάξουν αυτά δύο συστατικά, υπήρξε μία σαφής σχέση μεταξύ του σφάλματος πρόβλεψης και του συναισθήματος. Για παράδειγμα, οι μουσικές νότες που προβλέφθηκαν με μικρότερη ακρίβεια οδήγησαν σε συναισθήματα με μεγαλύτερη ψυχολογική ενεργοποίηση.
Σε όλη την ιστορία της γνωστικής νευροεπιστήμης, είναι πολλές οι φορές που η ευχαρίστηση έχει συνδεθεί με το σύστημα ανταμοιβής, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διαδικασίες μάθησης. Μελέτες έδειξαν πως υπάρχουν συγκεκριμένοι ντοπαμινεργικοί νευρώνες, οι οποίοι αντιδρούν στο σφάλμα πρόβλεψης.
Μεταξύ άλλων λειτουργιών, η διαδικασία αυτή μας δίνει τη δυνατότητα να μάθουμε και να προβλέψουμε τον κόσμο γύρω μας. Δεν είναι ακόμη σαφές, εάν η ευχαρίστηση οδηγεί τη μάθηση ή το αντίστροφο, όμως οι δύο αυτές διαδικασίες συνδέονται αναμφίβολα. Έτσι και στη μουσική.
Όταν ακούμε μουσική, η μεγαλύτερη απόλαυση προέρχεται από τα γεγονότα που προβλέπονται με μέτρια ακρίβεια. Με άλλα λόγια, τα υπερβολικά απλά και προβλέψιμα γεγονότα ή τα υπερβολικά πολύπλοκα δεν οδηγούν σε νέα μάθηση, δημιουργώντας έτσι μία μικρή μόνο ποσότητα ικανοποίησης.
Η μεγαλύτερη ευχαρίστηση προέρχεται από τα γεγονότα που βρίσκονται ανάμεσα σε αυτά τα δύο – από τα γεγονότα που είναι μεν αρκετά περίπλοκα για να προκαλέσουν ενδιαφέρον, αλλά παράλληλα και αρκετά συνεπή με τις προβλέψεις.
Οι προβλέψεις μας εξαρτώνται από την κουλτούρα στην οποία ανήκουμε
Ωστόσο, οι προβλέψεις σχετικά με τα μουσικά γεγονότα παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μουσική μας ανατροφή. Για να εξερευνήσει αυτό το φαινόμενο, μια ομάδα ερευνητών επισκέφθηκε τους Σαάμι, που κατοικούν στην περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των βορειότερων περιοχών της Σουηδίας και της χερσονήσου Kola στη Ρωσία. Τα παραδοσιακα τους τραγούδια, τα yoik, διαφέρουν αρκετά από τη δυτική μουσική (τονικότητα), λόγω της περιορισμένης έκθεσής τους στη δυτική κουλτούρα.
Σε μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2000, ζητήθηκε από μουσικούς από τις περιοχές των Σαάμι, τη Φινλανδία και την υπόλοιπη Ευρώπη (με τους τελευταίους να προέρχονται από χώρες που δεν ήταν εξοικειωμένες με τα τραγούδια yoik) να ακούσουν αποσπάσματα yoik που δεν είχαν ακούσει ξανά στο παρελθόν. Στη συνέχεια τους ζητήθηκε να τραγουδήσουν την επόμενη νότα, η οποία είχε παραλειφθεί σκόπιμα.
Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η διασπορά των αποτελεσμάτων διέφερε αρκετά μεταξύ τών ομάδων· δεν έδωσαν όλοι οι συμμετέχοντες την ίδια απάντηση, όμως σε κάθε ομάδα υπήρξαν νότες που υπερίσχυσαν έναντι των άλλων.
Αυτοί που μπόρεσαν να προβλέψουν την επόμενη νότα με μεγαλύτερη ακρίβεια ήταν οι μουσικοί Σαάμι, ακολουθούμενοι από τους Φινλανδούς, των οποίων η έκθεση στη μουσική των Σαάμι ήταν μεγαλύτερη από εκείνων της υπόλοιπης Ευρώπης.
Μαθαίνοντας νέες κουλτούρες μέσω παθητικής έκθεσης
Αυτό μας φέρνει στο ερώτημα: “πώς γνωρίζουμε και αφομοιώνουμε τα στοιχεία μίας κουλτούρας;”, μια διαδικασία γνωστή ως προσπολιτισμός (enculturation). Για παράδειγμα, υπάρχουν αρκετά διαφορετικά μοτίβα για τον μουσικό χρόνο. Η δυτική μουσική χρησιμοποιεί συνήθως μέτρα με τέσσερις (όπως στο κλασικό rock ‘n’ roll) ή τρεις (όπως στα βαλς) μετρικές μονάδες (τέταρτα, όγδοα κ.λ.π.).
Ωστόσο, άλλοι πολιτισμοί χρησιμοποιούν αυτά που η δυτική μουσική αποκαλεί ασύμμετρα μέτρα (asymmetrical meter). Η μουσική των Βαλκανίων, για παράδειγμα, είναι γνωστή για τα ασύμμετρα μέτρα, όπως τα εννέα ή επτά όγδοα (9/8 – 7/8).
Μία μελέτη του 2005 εξέτασε λαϊκές μελωδίες που βασίζονταν είτε σε συμμετρικά είτε σε ασύμμετρα μέτρα, ώστε να διερευνήσει αυτές τις διαφορές. Σε κάποιο σημείο της κάθε μελωδίας, τις οποίες άκουγαν συμμετέχοντες από διάφορες ηλικίες, προστέθηκαν ή αφαιρέθηκαν μετρήματα (μετρικές μονάδες) -κάτι που στην μελέτη αναφέρεται ως “ατύχημα”.
Τα βρέφη έως έξι μηνών δεν φάνηκε να επηρεάζονται από τις διαφορές των μέτρων στις διάφορες μελωδίες. Αντίθετα, τα μεγαλύτερα παιδιά (ενός έτους) έδειξαν να αντιδρούν πολύ περισσότερο, στα “ατυχήματα” που βρίσκονταν σε μελωδίες με συμμετρικά μέτρα απ’ ό,τι σε μελωδίες με ασύμμετρα.
Μία λογική υπόθεση θα ήταν πως τα άτομα αυτά εξεπλάγησαν περισσότερο από τα “ατυχήματα” των συμμετρικών μέτρων, επειδή τα ερμήνευσαν ως διαταραχές ενός οικείου μοτίβου.
Για να ελέγξουν την υπόθεση αυτή, οι ερευνητές έβαλαν στο σπίτι των μεγαλύτερων παιδιών να παίζει ένα CD με βαλκανική μουσική (με ασύμμετρα μέτρα). Όταν, μετά από μία εβδομάδα ακρόασης, επαναλήφθηκε το πείραμα, τα παιδιά φάνηκε να μην επηρεάζονται πλέον από το αν τα “ατυχήματα” συνέβαιναν σε μελωδίες με συμμετρικά ή ασύμμετρα μέτρα.
Αυτό σημαίνει ότι μέσω της παθητικής ακρόασης της βαλκανικής μουσικής, μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια εσωτερική αναπαράσταση του μουσικού μέτρου, η οποία τους επέτρεψε να προβλέψουν το μοτίβο και να ανιχνεύσουν τα “ατυχήματα” και στους δύο τύπους μέτρησης.
Μια μελέτη του 2010 κατέληξε σε ένα εντυπωσιακά παρόμοιο αποτέλεσμα μεταξύ ενηλίκων· στην συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όσον αφορά τον ρυθμό, αλλά σχετικά με τους τόνους. Τα πειράματα αυτά δείχνουν ότι η παθητική έκθεση στη μουσική μπορεί να μας βοηθήσει να αφομοιώσουμε τα μουσικά μοτίβα μιας κουλτούρας.
Είδαμε ότι η παθητική ακρόαση μουσικής μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο προβλέπουμε τα μουσικά μοτίβα όταν εμφανίζεται κάτι νέο. Είδαμε, επίσης, τους τρόπους με τους οποίους οι ακροατές προβλέπουν αυτά τα μοτίβα αναλόγως της κουλτούρας τους, και πώς αυτό παραμορφώνει την αντίληψή τους, κάνοντάς τους να νιώθουν διαφορατικά την ευχαρίστηση και τα συναισθήματα. Παρότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα, αυτές οι μελέτες έχουν ανοίξει νέους δρόμους προς την κατανόηση του γιατί υπάρχει τέτοια ποικιλομορφία στα μουσικά μας γούστα.
Αυτό που γνωρίζουμε προς το παρόν είναι ότι η μουσική μας κουλτούρα (δηλαδή η μουσική που ακούγαμε σε όλη μας τη ζωή) στρεβλώνει την αντίληψή μας και προκαλεί το να προτιμάμε ορισμένα κομμάτια έναντι άλλων, είτε λόγω της ομοιότητας είτε λόγω των διαφορών με τα κομμάτια που έχουμε ήδη ακούσει.
Πηγή: https://neurosciencenews.com/