Περίληψη: Ο «καταθλιπτικός ρεαλισμός», μια θεωρία που προωθείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ισχυρίζεται ότι όσοι πάσχουν από κατάθλιψη κρίνουν πιο ρεαλιστικά το κατά πόσο ελέγχουν την ζωή τους. Μια νέα μελέτη δείχνει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτήν την παλιά θεωρία.
Εκτιμούν πιο ρεαλιστικά, άραγε, οι καταθλιπτικοί, το κατά πόσο ελέγχουν τη ζωή τους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ζουν με την ψευδαίσθηση ότι έχουν περισσότερο έλεγχο από αυτόν που πραγματικά έχουν;
Αυτή είναι η γενική ιδέα πίσω από τον καταθλιπτικό ρεαλισμό (depressive realism), μια θεωρία που κυριαρχεί στην επιστήμη και την ποπ κουλτούρα για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό δεν ισχύει, όπως δείχνει μία νέα έρευνα.
Αποτελεί μια ιδέα με αρκετή απήχηση, την οποία φαίνεται να πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία που να την υποστηρίζουν, λέει ο Don Moore, καθηγητής στο University of California, Berkeley και συν-συγγραφέας της μελέτης, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Collabra:Psychology”. Τα καλά νέα είναι ότι δεν χρειάζεται να έχετε κατάθλιψη για να μπορείτε να αντιληφθείτε τον βαθμό ελέγχου που έχετε.
Καταθλιπτικός ρεαλισμός
Η έννοια του καταθλιπτικού ρεαλισμού προέκυψε από μια μελέτη του 1979, που διεξήχθη με φοιτητές. Αυτό που εξετάστηκε είναι το κατά πόσο μπορούσαν, οι ίδιοι, να προβλέψουν πόσο έλεγχο είχαν στο αν ένα φως θα γινόταν πράσινο, όταν πατούσαν ένα κουμπί.
Αυτή, η πρώτη έρευνα, κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι καταθλιπτικοί φοιτητές ήταν καλύτεροι στο να αναγνωρίζουν πότε δεν ασκούσαν κανέναν έλεγχο στα φώτα, ενώ εκείνοι που δεν είχαν κατάθλιψη έτειναν να υπερεκτιμούν το επίπεδο ελέγχου τους.
Αρχικός σκοπός του Moore και των συναδέλφων του ήταν να προσπαθήσουν να αναπαράγουν τα ευρήματα αυτά, ως μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην επιστημονική έρευνα, μεγάλο μέρος της οποίας έχει εμποτίσει την επιστημονική κοινότητα, αλλά και την ευρύτερη κουλτούρα. Οι ερευνητές επανεξετάζουν κύριες μελέτες για να υποστηρίξουν τις πιο βασικές επιστημονικές αρχές: Μπορεί η έρευνα -και τα συμπεράσματά της- να αναπαραχθούν;
Γιατί συγκεκριμένα την θεωρία του καταθλιπτικού ρεαλισμού; Η επί δεκαετίες ενσωμάτωσή της στην επιστήμη, τον πολιτισμό, ακόμη και στη αντιμετώπιση πιθανών ψυχικών διαταραχών την καθιστούν σημαντική, λέει ο Moore. Η αρχική μελέτη, για παράδειγμα, αριθμεί περισσότερες από 2.000 αναφορές (citations) σε μεταγενέστερες μελέτες ή έρευνες, σύμφωνα με το Google Scholar.
Στην κορυφή της λίστας των λόγων για τους οποίους πρέπει να επανεξετάσουμε αυτό το συγκεκριμένο άρθρο, βρίσκεται η ευρεία αποδοχή του, τόσο στην επιστημονική όσο και στην γενική βιβλιογραφία, λέει ο Moore, ο οποίος μελετά την υπερβολική αυτοπεποίθηση, την αυτοπεποίθηση και τη λήψη αποφάσεων. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι χτίζουν θεωρίες ή πολιτικές που βασίζονται στο ότι αυτό το αποτέλεσμα είναι αληθινό. Εάν δεν είναι, είναι πολύ σημαντικό να το αποδείξουμε.
Επαναλαμβάνοντας την αρχική μελέτη
Οι συγγραφείς μελέτησαν δύο ομάδες συμμετεχόντων, τα μέλη των οποίων εξέτασαν, μέσω ερωτηματολογίου, για κατάθλιψη. Η πρώτη ομάδα των 248 συμμετεχόντων προήλθε από το Mechanical Turk της Amazon, μια διαδικτυακή υπηρεσία που παρέχει αμειβόμενους συμμετέχοντες, ενώ η δεύτερη ομάδα αποτελείτο από 134 φοιτητές.
Για τη νέα μελέτη, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν πιο σύγχρονες και στιβαρές μεθόδους μέτρησης. Για παράδειγμα, πρόσθεσαν έναν μηχανισμό για τη μέτρηση της προκατάληψης και, επίσης, κατά την διεξαγωγή των πειραμάτων μετέβαλαν τον βαθμό ελέγχου που είχαν στην πραγματικότητα οι συμμετέχοντες.
Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν μία διαδικασία, παρόμοια με αυτή της μελέτης του 1979. Για 40 επαναλήψεις, το κάθε άτομο επέλεγε εάν θα πατήσει ή όχι ένα κουμπί, και στην συνέχεια εμφανιζόταν είτε μία φωτισμένη λάμπα είτε ένα μαύρο κουτί. Από τον καθένα ζητήθηκε να εκτιμήσει εάν το πάτημα (ή όχι) του κουμπιού επηρέαζε την εμφάνιση της λάμπας.
Κάθε ομάδα -η διαδικτυακή και αυτή των φοιτητών- χωρίστηκε σε τρία τμήματα, με κάθε τμήμα να συμμετέχει κάτω από διαφορετικές πειραματικές ρυθμίσεις όσον αφορά την σχέση μεταξύ του κουμπιού και του φωτός.
Οι δύο πρώτες ρυθμίσεις δεν παρείχαν κανέναν έλεγχο για την εμφάνιση του φωτός, οι συμμετέχοντες όμως, από τα δύο τμήματα, θα έβλεπαν την φωτισμένη λάμπα στο ένα τέταρτο και στα τρία τέταρτα των επαναλήψεων, αντίστοιχα. Το τμήμα της τρίτης ρύθμισης είχε κάποιο έλεγχο, με το φως να εμφανίζεται στα τρία τέταρτα των φορών που πατήθηκε το κουμπί.
Οι ερευνητές δεν κατάφεραν να επαναλάβουν τα αποτελέσματα της αρχικής μελέτης. Στην πραγματικότητα, τα άτομα της διαδικτυακής ομάδας με υψηλότερο επίπεδο κατάθλιψης υπερεκτίμησαν τον έλεγχό τους – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την αρχική μελέτη. Το εύρημα αυτό μπορεί να οφείλεται στο άγχος και όχι στην κατάθλιψη, σημειώνουν οι ερευνητές, μια παρατήρηση που -όπως λέει ο Moore- αξίζει να μελετηθεί περαιτέρω.
Όσο για την ομάδα των φοιτητών, οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα κατάθλιψης είχαν μικρή μόνο επίδραση στην εκτίμηση του ελέγχου.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν, επίσης, σε ένα τεστ σχετικό με την υπερβολική αυτοπεποίθηση. Ζητήθηκε από αυτούς, να εκτιμήσουν την βαθμολογία τους σε ένα τεστ νοημοσύνης. Η κατάθλιψη δεν φάνηκε να έχει καμία επίδραση, ούτε εκεί.
Τα αποτελέσματα κλονίζουν τη θεωρία
Τα αποτελέσματα, λέει ο Moore, κλόνισαν την εμπιστοσύνη του στον καταθλιπτικό ρεαλισμό.
Η μελέτη δεν δείχνει να υπάρχουν οφέλη από την κατάθλιψη, επομένως κανείς δεν θα πρέπει να την αποζητά, συμπληρώνει ο ίδιος. Φανταστείτε, για παράδειγμα, έναν διευθυντή να προσλαμβάνει κάποιον με κατάθλιψη επειδή πιστεύει -με βάση την αρχική μελέτη- ότι είναι λιγότερο πιθανό να έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση και άρα διαθέτει καλύτερη κρίση.
Παραπομπές: “Sadder ≠ Wiser: Depressive Realism is not Robust to Replication” by Amelia Shepley Dev et al. Collabra:Psychology
Πηγή: https://neurosciencenews.com/