Σύμφωνα με τους ερευνητές, η εφαρμογή στρατηγικών αποφυγής πειρασμού απαιτεί θέληση.
Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες. Αυτή η ιστορία της ελληνικής μυθολογίας απεικονίζει ένα τυπικό παράδειγμα αυτοελέγχου.
Για να μπορέσουν να πλεύσουν δίπλα από τις Σειρήνες -μυθικά πλάσματα που δελέαζαν τους ναυτικούς με το μαγεμένο τραγούδι τους- ο Οδυσσέας δίνει εντολή στα μέλη του πληρωματός του να βουλώσουν τα αυτιά τους με κερί και να δέσουν τον ίδιο στο κατάρτι του πλοίου. Με αυτόν τον τρόπο, ο Οδυσσέας ήταν σε θέση να ακούει τις Σειρήνες καθώς περνούσε, και το πλήρωμα του μπορούσε να κρατήσει τα λογικά του. Όσο κι αν εκλιπαρούσε να αφεθεί ελεύθερος, κανείς δεν θα άκουγε τα παρακάλια του.
Άραγε, με το σχέδιό του αυτό, ο Οδυσσέας άσκησε τη δύναμη της θέλησής του ή απλώς αφαίρεσε την δυνατότητά του να υποκύψει στον πειρασμό;
Η Jordan Bridges, διδακτορική φοιτήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Rutgers, είναι συν-συγγραφέας μιας εργασίας στο περιοδικό “Cognition” που εξηγεί το γιατί η διάκριση αυτή είναι σημαντική για τη μελέτη του αυτοελέγχου, και επίσης τι μπορεί να μας πει για το πώς αντιλαμβάνονται τη δύναμη της θέλησης οι απλοί θνητοί.
Οι ερευνητές αναρωτιόντουσαν εδώ και καιρό για το ποια είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να αντισταθούν επιτυχώς στους πειρασμούς· όπως το να φάνε άλλη μια σακούλα πατατάκια ή να ελέγξουν το Facebook άλλη μια φορά πριν πέσουν για ύπνο. Και ενώ κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά γιατί ορισμένοι από εμάς διαθέτουμε περισσότερο αυτοέλεγχο από άλλους, οι ψυχολόγοι και οι συμπεριφορικοί οικονομολόγοι γνωρίζουν πολλά για τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να αντισταθούν στον πειρασμό.
Μία μέθοδος, λέει η Bridges, που ονομάζεται διαχρονικός έλεγχος (diachronic regulation), για την αποφυγή του πειρασμού περιλαμβάνει την επιλογή και τροποποίηση της κατάστασής ενός ατόμου, καθώς και την καλλιέργεια συνηθειών με την πάροδο του χρόνου· αφαιρώντας ουσιαστικά τη δύναμη της θέλησης από την εξίσωση. Μια δεύτερη προσέγγιση, ο ταυτόχρονος έλεγχος (synchronic regulation), βασίζεται στη σκόπιμη, επίπονη άσκηση της δύναμη της θέλησης, την στιγμή του πειρασμού, ώστε το άτομο να αντισταθεί σε αυτόν.
Οι ψυχολόγοι και οι συμπεριφορικοί οικονομολόγοι, υποστηρίζουν όλο και περισσότερο ότι ο διαχρονικός έλεγχος είναι πιο αποτελεσματικός από τον ταυτόχρονο, επειδή είναι δύσκολο να ασκηθεί η δύναμη της θέλησης. Αυτό το συμπέρασμα βασίζεται εν μέρει στην αποτυχία που γνώρισαν καμπάνιες που στηρίχτηκαν στη δύναμη της θέλησης (όπως η καμπάνια «Just Say No» της Nancy Regan, η οποία δεν εμφάνισε μετρήσιμα αποτελέσματα όσον αφορά στη χρήση καπνού, αλκοόλ ή ναρκωτικών από τους νέους).
Όμως η Bridges και οι συνάδελφοί της υπέθεσαν ότι αυτού του είδους οι εκτιμήσεις για τον ταυτόχρονο έλεγχο στηρίζονται σε εσφαλμένες ερμηνείες των δεδομένων. Η ομάδα θεωησε ότι τα υποτιθέμενα παραδείγματα αμιγώς διαχρονικών τελέσφορων στρατηγικών περιελάμβαναν επίσης και χρήση της δύναμης της θέλησης για την εφαρμογή των στρατηγικών, και επιπλέον εκτίμησαν πως η δημοφιλής ή “λαϊκή” αντίληψη της δύναμης της θέλησης είναι εξίσου σημαντική.
«Θεωρήσαμε ότι η εφαρμογή στρατηγικών αποφυγής πειρασμών, απαιτεί δύναμη θέλησης», δηλώνει η ίδια.
Χρησιμοποιώντας έναν πολυπαραγοντικό σχεδιασμό έρευνας, οι ερευνητές προσπάθησαν να “αποστειρώσουν” περιπτώσεις αυτοελέγχου για να ελέγξουν πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι, ως ξεχωριστές οντότητες, τον ταυτόχρονο και τον διαχρονικό έλεγχο .
Κατά την διεξαγωγή τεσσάρων πειραμάτων, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να διαβάσουν μια σύντομη ιστορία για έναν χαρακτήρα (με το όνομα Μο), ο οποίος χρησιμοποιεί διαφορετικές τεχνικές αυτοελέγχου ώστε να απέχει από τον καφέ, το πρόχειρο φαγητό, την χρήση socoal media, και στη συνέχεια να αξιολογήσουν το επίπεδο αυτοελέγχου του.
Αυτό που βρήκαν ήταν πως όταν υπήρξε διαχωρισμός της ταυτόχρονης μορφής ελέγχου από την διαχρονική, οι συμμετέχοντες θεωρούσαν ότι μόνο η δύναμη της θέλησης μετρούσε ως αυτοέλεγχος· πως οι καθαρά διαχρονικές στρατηγικές δεν μετρούσαν. Επίσης, στις μικτές ιστορίες -που περιείχαν και τις δύο μορφές ελέγχου, όταν οι συμμετέχοντες ταξινόμησαν κάποιες ως περιπτώσεις που περιλαμβάνουν άσκηση αυτοελέγχου, το έκαναν μόνο επειδή αυτές ενέπλεκαν την ταυτόχρονη μορφή ελέγχου, και όχι το πιο συμπεριφορικό πλαίσιο της αποφυγής του πειρασμού.
Η Bridges δηλώνει ότι αυτά τα ευρήματα είναι σημαντικά για τη μελέτη του αντικειμένου “αυτοέλεγχος”, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο συζητούν για αυτές τις έννοιες οι ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι οικονομολόγοι και οι κλινικοί επαγγελματίες.
«Ο επιστημονικός διάλογος και η επιστημονική επικοινωνία μπορεί να περιλαμβάνουν, συχνά, συζητήσεις για όρους που δεν ταυτίζονται με τον τρόπο που τους χρησιμοποιούμε συνήθως», αναφέρει η ίδια. «Αν μας ενδιαφέρει η επιτυχής επικοινωνία των επιστημονικών αποτελεσμάτων, πρέπει να μιλάμε με όρους που κατανοούν οι άνθρωποι».
Προσθέτει επίσης: «καταλήγουμε συχνά στο συμπέρασμα ότι ο αυτοέλεγχος επιτελείται από την διαχρονική στρατηγική, ενώ αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι στιγμές του ταυτόχρονου ελέγχου ενισχύονται από την διαχρονική στρατηγική. Η κατανόηση του ρόλου της δύναμης της θέλησης στον αυτοέλεγχο έχει επιπτώσεις στον τρόπο που μιλάμε για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να κόψουν τους εθισμούς.»
Παραπομπές:
“Will-powered: Synchronic regulation is the difference maker for self-control”
Πηγή: https://neurosciencenews.com/