Μία ομιλία (Ted talk) του Anil Ananthaswamy
Πριν από μια δεκαετία περίπου, γνώρισα ένα άτομο το οποίο είχε βιώσει κάποια σχιζοφρενικά επεισόδια. Είχε νιώσει ότι η αίσθηση του εαυτού του -του πώς είναι να είσαι αυτός- να αλλάζει με κάποιον τρόπο. Τα όρια του σώματός του άρχισαν να είναι κάπως νεφελώδη. Ακόμη και για τον ψυχολογικό εαυτό του ένιωθε το ίδιο, μερικές φορές. Βίωνε κάτι που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αλλοιωμένη αίσθηση του εαυτού του. Με τα χρόνια, γνώρισα αρκετούς γενναίους και διορατικούς ανθρώπους, που μοιράστηκαν το πώς είναι να ζεις με τον αλλοιωμένο εαυτό σου. Και με τον όρο “αλλοιωμένος”, εννοώ “διαφορετικός”, και όχι “ελλιπής”, αναγνωρίζοντας ότι η αντιμετώπιση του αλλοιωμένου εαυτού μας, πολλές φορές, αποτελεί αγώνα.
Μιλώντας λοιπόν μαζί τους -αλλά και με θεολόγους, φιλόσοφους και νευροεπιστήμονες- κατάλαβα ότι αυτός ο εαυτός, που ο καθένας μας αντιλαμβάνεται για τον… εαυτό του, δεν είναι και τόσο πραγματικός όσο φαίνεται. Ο εαυτός αποτελεί ένα ολισθηρό θέμα. Διαισθητικά, όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει. Είναι εκεί όταν ξυπνάμε. Εξαφανίζεται όταν μας παίρνει ο ύπνος. Εμφανίζεται, και πάλι, στα όνειρά μας. Είναι αυτός που μας κάνει αυτό που είμαστε. Φαίνεται συμπαγής, αμετάβλητος, μόνιμος. Κι όμως, μπορούμε να εξετάσουμε πτυχές του εαυτού που μας φαίνονται αληθινές και να ρωτήσουμε: «Πόσο αληθινές είναι;»
Ας δούμε, για παράδειγμα, την ερώτηση “Ποιος είμαι;” Η πιο πιθανή απάντηση που θα πάρετε ή θα δώσετε σε μια τέτοια ερώτηση, θα έχει τη μορφή ιστορίας. Λέμε στους άλλους -και στον εαυτό μας- ιστορίες σχετικά με το ποιοι είμαστε. Θεωρούμε τις ιστορίες μας ιερές. Είμαστε οι ιστορίες μας. Μία πάθηση, όμως, την οποία οι περισσότεροι από εμάς, δυστυχώς, θα γνωρίσουμε -η νόσος του Αλτσχάιμερ- μας λέει κάτι εντελώς διαφορετικό. Το Αλτσχάιμερ ξεκινά επηρεάζοντας τη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Φανταστείτε το πως επηρεάζει αυτό την ιστορία ενός ατόμου. Για να μπορέσουν να διαμορφωθούν, να αναπτυχθούν οι ιστορίες μας, πρέπει κάτι το οποίο μόλις συνέβη σε εμάς πρώτα να μπει στη βραχυπρόθεσμη μνήμη και, στην συνέχεια, να ενσωματωθεί σε αυτό που ονομάζεται μακροπρόθεσμη επεισοδική μνήμη. Πρέπει να γίνει ένα επεισόδιο της αφήγησής μας.
Τι γίνεται όμως αν η εμπειρία δεν μπει καν στη βραχυπρόθεσμη μνήμη; Αυτό ακριβώς κάνει το Αλτσχάιμερ. Στην αρχή, το Αλτσχάιμερ εξασθενεί τον σχηματισμό της βραχυπρόθεσμης μνήμης. Μειώνει την ανάπτυξη του αφηγήματος. Είναι λες και οι ιστορίες μας αρχίζουν να σταματούν με την εμφάνιση της ασθένειας. Στο τέλος, το Αλτσχάιμερ τρώει όλες τις μακροπρόθεσμες αναμνήσεις. Έτσι, εάν συναντούσατε κάποιον με Αλτσχάιμερ σε μεσαίο στάδιο, πιθανότατα θα μπορούσε να σας πει ιστορίες για το ποιος είναι. Εάν, όμως, γνωρίζατε την πραγματική ιστορία του, θα ήσασταν σε θέση να καταλάβετε ότι μερικές φορές η αφήγησή του μπερδεύεται, ότι κάποιες φορές ανακατεύει την σειρά των επεισοδίων της ζωής του. Σα να ανακαλεί τις δικές του ιστορίες με τρόπους που δεν είναι ιδιαίτερα ακριβείς.
Σε αυτό το στάδιο, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα κάποιο άτομο το οποίο βιώνει αυτή την ανακατεμένη αφήγηση. Δυστυχώς, το Αλτσχάιμερ δεν σταματά να καταστρέφει την αφήγηση κάποιου, αλλά και πολλά άλλα. Και προς το τέλος, δεν είναι πλέον ξεκάθαρο το εάν υπάρχει ακόμα κάποιος που βιώνει κάτι, καθώς το άτομο δεν μπορεί πια να επικοινωνήσει προφορικά.
Το Αλτσχάιμερ μάς λέει ότι οι ιστορίες αυτές, που θεωρούμε πως αποτελούν τον εαυτό μας -αυτό που οι φιλόσοφοι αποκαλούν “αφηγηματικός εαυτός” (αφηγηματική συγκρότηση του εαυτού)- περιστρέφονται γύρω από τον εγκέφαλο και το σώμα. Είναι κατασκευές. Ορισμένες φορές, οι κατασκευές διαταράσσονται, ακόμη και καταστρέφονται. Και παρόλο που αυτό είναι φρικτό για το άτομο που το βιώνει, καθώς και για όσους το φροντίζουν, μας δείχνει την κατασκευασμένη φύση του αφηγηματικού μας εαυτού. Και όταν η κατασκευή πάει στραβά, αντιλαμβανόμαστε τις δικές μας ιστορίες με τρόπους που δεν είναι απολύτως πραγματικοί.
Από τον αφηγηματικό εαυτό, ας πάμε μιλήσουμε σχετικά με το σώμα μας. Ας εξετάσουμε μια βασική πτυχή του σωματικού εαυτού μας. Το συναίσθημα που έχουμε όλοι· ότι είμαστε ιδιοκτήτες του σώματός μας και των τμημάτων του, ότι το σώμα και τα μέρη του σώματός μας, ανήκουν σε εμάς. Μας φαίνεται περίεργο το να ισχύει κάτι διαφορετικό από αυτό. Αν σας ρωτούσα «σας ανήκει το χέρι σας;» θα λέγατε, “Φυσικά και ναι. Τι ανόητη ερώτηση.” Δεν θα συμφωνούσαν, όμως, όλοι με αυτό.
Στην αρχή της έρευνάς μου, ένας νευροψυχολόγος με ενημέρωσε για μια κατάσταση που ονομάζεται xenomelia ή σύνδρομο των ξένων άκρων. Μπορεί να έχετε ακούσει για κάτι που ονομάζεται σύνδρομο του μέλους φάντασμα, όπου άνθρωποι οι οποίοι έχουν υποστεί ακρωτηριασμό αισθάνονται μερικές φορές την παρουσία του χαμένου μέλους. Η xenomelia αφορά μία κάπως αντίθετη κατάσταση, όπου οι άνθρωποι νιώθουν ότι κάποιο μέρος του σώματός τους -συνήθως τα άκρα, τα χέρια ή τα πόδια τους- δεν τους ανήκουν.
Έτσι, αυτός ο νευροψυχολόγος αναφέρθηκε στο σύνδρομο των άκρων-φάντασμα ως “ζωή χωρίς ενσάρκωση”. Το άκρο έχει φύγει, δεν βρίσκεται εκεί πια ως σάρκα, αλλά είναι ζωντανό στο μυαλό σας. Και αναφέρθηκε στην ξενομελία ως “ενσάρκωση χωρίς ζωή”. Το άκρο είναι παρόν, και όμως, στο δικό σας μυαλό, νιώθετε ότι δεν σας ανήκει. Στην xenomelia, ο εγκέφαλος και οι σωματικές διεργασίες που γεννούν την αίσθηση της ιδιοκτησίας των μερών του σώματός μας ενεργοποιούνται με λάθος τρόπο, και οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές. Ορισμένες φορές, τα άτομα με xenomelia λαμβάνουν ακραία μέτρα για να απαλλαγούν, να ακρωτηριάσουν τα φαινομενικά-ξένα μέρη του σώματός τους. Από τη σκοπιά του εαυτού, όμως, η xenomelia μας λέει κάτι πολύ σημαντικό. Μας λέει ότι κάτι τόσο βασικό, όσο η αίσθηση της ιδιοκτησίας των μερών του σώματός μας, αποτελεί μία κατασκευή. Και υπάρχουν φορές όπου η κατασκευή πηγαίνει στραβά, και αντιλαμβανόμαστε το σώμα μας με τρόπους που δεν είναι απολύτως πραγματικοί.
Ας πάρουμε μια άλλη πτυχή του σωματικού μας εαυτού. Ονομάζεται αίσθηση της εκτέλεσης. Έτσι, όταν κάνω κάτι, όπως το να σηκώσω ένα φλιτζάνι, έχω την αίσθηση πως εγώ είμαι ο εκτελεστής αυτής της δράσης· ότι ηθελημένα την έκανα πραγματικότητα. Αυτό το συναίσθημα αποτελεί την αίσθηση της εκτέλεσης. Όμως, κάποιος με σχιζοφρένεια μπορεί να μην έχει πάντα αυτό το αίσθημα. Μπορεί να κάνει κάτι και να μην αισθάνεται ως παράγοντας αυτής της δράσης. Έτσι, η σχιζοφρένεια μας λέει ότι είναι πιθανό να είσαι κάποιος που κάνει κάτι, αλλά χωρίς να έχεις την συνοδευτική αίσθηση της εκτέλεσης. Όπως ακριβώς ο αφηγηματικός εαυτός, έτσι και η αίσθηση ιδιοκτησίας των μερών του σώματος, η αίσθηση της εκτέλεσης αποτελεί επίσης μια κατασκευή, και μπορεί επίσης να αποτύχει. Φαντάζομαι, μπορείτε να δείτε προς τα πού πηγαίνει όλο αυτό…
Ας χρησιμοποιήσω ένα ακόμη παράδειγμα για να καταλήξουμε εκεί όπου μας οδηγεί αυτό. Ας μιλήσουμε για το πώς είναι να είσαι ένα σώμα, εδώ και τώρα. Όχι η αίσθηση του να είσαι μία ιστορία, αλλά η αίσθηση του να είσαι ένα σώμα την παρούσα στιγμή. Οι ψυχολόγοι εκτιμούν ότι περίπου το πέντε τοις εκατό του γενικού πληθυσμού θα βιώσει, κάποια στιγμή στη ζωή του, μια εξωσωματική εμπειρία. Ας υποθέσουμε ότι όλοι μας αυτή τη στιγμή έχουμε μια εσω-σωματική εμπειρία. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε την αίσθηση πως βρισκόμαστε μέσα σε ένα σώμα, είμαστε αγκυροβολημένοι σε ένα σώμα, καταλαμβάνουμε έναν συγκεκριμένο όγκο χώρου και κοιτάμε τον κόσμο πίσω από τα μάτια μας. Εάν -αντίθετα- βιώνατε μια εξωσωματική εμπειρία, θα μπορούσατε να νιώθετε ότι βρίσκεστε κοντά στο ταβάνι, κοιτάζοντας κάτω το ίδιο σας το σώμα να κάθεται στην καρέκλα. Τέτοιες εμπειρίες έχουν αναφερθεί, και ήπιες εκδοχές αυτών έχουν αναπαραχθεί στα εργαστήρια.
Εάν θεωρείτε -όπως εγώ- ότι οι εξωσωματικές εμπειρίες είναι το αποτέλεσμα λανθασμένων εγκεφαλικών διεργασιών, τότε φαίνεται λογικό η εμπειρία του να είστε μέσα στο σώμα σας να αποτελεί μία κατασκευή, η οποία μπορεί να διαλυθεί. Τι μας λένε λοιπόν αυτές οι εμπειρίες των αλλοιωμένων εαυτών; Μας λένε πως σχεδόν ό,τι θεωρούμε αληθινό για τον εαυτό μας -«πραγματικό» με την έννοια του ότι πιστεύουμε πως πάντα βιώνουμε αναμφισβήτητες αλήθειες για το σώμα μας, τις ιστορίες μας- δεν ισχύει. Όταν λοιπόν οι θεολόγοι και οι φιλόσοφοι μάς λένε ότι ο εαυτός αποτελεί μια ψευδαίσθηση, εν μέρει αυτό εννοούν.
Μπορεί να έχετε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα ότι εξακολουθεί να υπάρχει το ερώτημα του ποιος (ή τι) είναι αυτός που βιώνει, ακόμα και στην περίπτωση των αλλαγμένων εαυτών. Αυτό το “εγώ” στην ερώτηση «Ποιος είμαι;» βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης για τον εαυτό. Αυτή η εμπειρία του «εγώ» δεν εξαφανίζεται εάν διαταραχθεί μία ή μερικές πτυχές του εαυτού. Τι θα γινόταν όμως αν όλες οι πλευρές του εαυτού που μας απαρτίζουν διαταράσσονταν; Θα εξαφανιζόταν το «εγώ» που βιώνουμε; Δεν έχουμε ακόμη μια ικανοποιητική απάντηση σε αυτή την ερώτηση.
Είναι πιθανό η εμπειρία του “εγώ” να αποτελεί επίσης μια ψευδαίσθηση, με την έννοια ότι είναι μια κατασκευή· μια κατασκευή χωρίς κατασκευαστή. Αυτή η συζήτηση, ωστόσο, δεν φαίνεται να καταλήγει εύκολα κάπου.
Παρά τις αμφιβολίες αυτές, εγώ -ό,τι κι αν είμαι- πιστεύω ότι ο εαυτός δεν υπάρχει έξω από τον εγκέφαλο και το σώμα. Νομίζω ότι το βίωμα του “εγώ” δεν θα συνεχίσει, αφού φύγει το σώμα. Τι την κάνουμε, λοιπόν, μια τέτοια γνώση; Καταρχάς, οι ιδέες αυτές σε κάποιους θα λειτουργήσουν απελευθερωτικά, ενώ μπορεί να πέσουν κάπως βαριές σε κάποιους άλλους. Ανεξάρτητα από αυτό, νομίζω ότι όλοι μπορούμε να φροντίσουμε τις ιστορίες που νομίζουμε ότι μας αποτελούν. Τα αισθήματα και τα συναισθήματά μας διαμορφώνονται από τις ιστορίες μας και με τη σειρά τους, τα αισθήματα και τα συναισθήματά μας γίνονται μέρος των ιστοριών μας. Και οι ιστορίες μας, οι αφηγήσεις μας, δεν είναι γνωσιακές μόνο – ζουν στο σώμα μας και το σώμα μας δομεί και διαμορφώνει τις ιστορίες μας. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, αναγνωρίζοντας την εποικοδομητική φύση όλων αυτών, ίσως μπορούμε να μην μένουμε τόσο προσκολλημένοι στις ιστορίες μας. Ίσως μπορούμε να μάθουμε να τις αφήνουμε. Αυτό βέβαια, είναι πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, καθώς αυτό που θα τις αφήσει να φύγουν, ανήκει και το ίδιο σε αυτά που πρέπει να αφήσουμε.
Ίσως μπορούμε απλώς να θαυμάζουμε τις επί χιλιετίες προσπάθειες των ανθρώπων, από τον Βούδα καθισμένο κάτω από το δέντρο Bodhi μέχρι τους σύγχρονους φιλόσοφους και νευροεπιστήμονες που έχουν θέσει στον εαυτό τους την ερώτηση “Ποιος είμαι εγώ;” Αλλά πάνω απ’ όλα, νομίζω ότι χρωστάμε σε εκείνους που καταθέτουν γενναία την μαρτυρία τους για τον αλλοιωμένο εαυτό μας – είτε το κάνουμε οικειοθελώς, όπως οι μοναχοί όταν διαλογίζονται, είτε όταν μας το φέρνει η βιολογία και οι περιστάσεις.
Υπάρχει κάτι αξιοσημείωτα στιβαρό στις διαδικασίες που δημιουργούν την ολότητα της αίσθησης του εαυτού μας. Όμως, υπάρχει επίσης και κάτι τρομακτικά εύθραυστο σχετικά με αυτές. Μπορούν να ραγίσουν. Και μπορεί οποιοσδήποτε από εμάς, ανά πάσα στιγμή στη ζωή του, να χρειαστεί να αντιμετωπίσει τέτοιες ρωγμές. Πιστεύω πως η γνώση αυτή, θα πρέπει να μας οδηγήσει σε ενσυναίσθηση απέναντι σε αυτούς που αντιμετωπίζουν αλλοιωμένους εαυτούς.
Όμως πιστεύω επίσης, ότι οι αλλοιωμένοι εαυτοί δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως αποτέλεσμα ανεπάρκειας ή αποτέλεσμα έλλειψης χαρακτηριστικών που θεωρούνται φυσιολογικά. Αποτελούν διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης, και είναι η προθυμία ορισμένων από εμάς να αντιμετωπίσουν την κατασκευασμένη φύση του εαυτού μας, που βοηθά να γίνει κατανοητή η έννοια του εαυτού, για όλους μας.
Πηγή: https://www.ted.com/