Σε μία ενδιαφέρουσα ομιλία της στην πλατφόρμα TED, η Simona Francese, καθηγήτρια εγκληματολογικής έρευνας και ανάλυσης στο Sheffield Hallam University, μας εξηγεί γιατί ένα δακτυλικό αποτύπωμα δεν είναι… απλώς ένα δακτυλικό αποτύπωμα. Κυρίως όμως μας δείχνει ότι είναι πολλές οι πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε, ακόμα και αν αυτό που θα βρεθεί είναι απλά μία μουτζούρα.
Τα δακτυλικά αποτυπώματα χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση των δραστών εγκληματικών ενεργειών -και γίνονται αποδεκτά από την Δικαιοσύνη- ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σήμερα, σχεδόν 100 χρόνια μετά, υπάρχουν βάσεις δεδομένων για αυτά, καθώς και αξιόπιστες μέθοδοι ταύτισης. Θα περιμέναμε, λοιπόν, να είναι εύκολο να βρεθεί ο παραβάτης που αμέλησε να φορέσει γάντια!
Όμως, τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά! Γιατί τα δακτυλικά αποτυπώματα που θα βρεθούν μπορεί να είναι αχνά, ακόμη και σχεδόν αόρατα στο γυμνό μάτι και -ακόμη χειρότερα- να βρίσκονται πολλά τέτοια “μπερδεμένα μεταξύ τους”, δηλαδή μερικώς ή ολικώς αλληλεπικαλυπτόμενα αποτυπώματα -από διαφορετικά άτομα- το ένα πάνω από το άλλο.
Οπότε… αυτό ήταν? Έχουμε καθαρό αποτύπωμα που μπορούμε να αναγνωρίσουμε: “Όλα εντάξει” – δεν έχουμε: “Τι να κάνουμε?”
Η απάντηση είναι πως ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πολλά αυτά που μπορούμε να κάνουμε. Και παρά την απελπιστική εικόνα που -ενδεχομένως- εμφανίζουν τα στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος, να μπορέσουμε τελικά να βρούμε ποιος το έκανε!
Τα εργαλεία που έχουμε στην διάθεσή μας, θα φανούν μέσα από ένα υποθετικό σενάριο. Αυτό, όπως το περιγράφει η Simona Francese, έχει ως εξής:
«Η Κέιτι βιάστηκε και το άψυχο σώμα της βρέθηκε στο δάσος τρεις ημέρες αργότερα, μετά την εξαφάνισή της. Η αστυνομία στοχοποιεί τρεις υπόπτους, έχοντας περιορίσει την αναζήτηση από περισσότερους από 20 άντρες που είχαν βρεθεί σε αυτή την περιοχή την ίδια ημέρα. Το μόνο στοιχείο απόδειξης είναι δύο πολύ αχνά, αλληλεπικαλυπτόμενα αποτυπώματα στην ταινία που βρέθηκε τυλιγμένη γύρω από τον λαιμό της Κέιτι. Συχνά, τέτοιου είδους αποτυπώματα δεν μπορούν να βοηθήσουν την αστυνομία να καταλήξει σε ταυτοποίηση. Και μέχρι πρόσφατα, αυτό ίσως να ήταν το τέλος του δρόμου, αλλά εδώ μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά.»
Και συνεχίζει:
«Η ταινία στέλνεται στα εργαστήριά μας, όπου ζητείται να κάνουμε χρήση της προηγμένης τεχνολογίας μας για να βοηθήσουμε με την έρευνα. Κι εδώ, χρησιμοποιούμε μια υπάρχουσα μορφή τεχνολογίας απεικόνισης με φασματογράφο μάζας, που έχουμε αναπτύξει και προσαρμόσει ειδικά για τη μοριακή και απεικονιστική ανάλυση των αποτυπωμάτων. Στην ουσία, ρίχνουμε ένα UV λέιζερ στην επιφάνεια προκαλώντας την εκρόφηση μορίων, τα οποία στη συνέχεια αναγνωρίζονται από το φασματογράφο μάζας.»
Ο φασματογράφος μάζας δεν είναι κάτι καινούργιο. Μετραει ήδη έναν αιώνα ζωής και βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια στα σχολικά βιβλία. Στηρίζεται σε απλές αρχές της Φυσικής και στην ουσία δεν κάνει τίποτε παραπω από το να υπολογίζει τον λόγο μάζας προς φορτίο ενός ιόντος. Αυτή η απλή μέτρηση, όμως, με κατάλληλες τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί και με χρήση υπολογιστών μπορεί να μας δώσει άμεσα την ταυτότητα του υλικού, της ουσίας που εξετάζουμε. Με λίγα λόγια, ένα σύγχρονο σύστημα φασματογράφου μάζας αναγνωρίζει την κάθε ουσία είτε πρόκειται για απλό στοιχείο του περιοδικού πίνακα είτε για πολύπλοκη οργανική χημική ένωση, μέσω της μοναδικής υπογραφής της.
Και η ανάλυση προχωράει και άλλο! Με την τεχνική απεικόνισης (imaging) μέσω φασματογράφου μάζας, μπορούμε όχι μόνο να έχουμε την εικόνα ενός δακτυλικού αποτυπώματος που έχει συντεθεί από μία ουσία που είναι αόρατη στο ανθρώπινο μάτι, αλλά να έχουμε τόσες τέτοιες εικόνες όσες οι ουσίες που θα ανιχνεύσουμε. Εάν δηλαδή μπορούμε να εντοπίσουμε π.χ. 100 διαφορετικές ουσίες, τότε για κάθε μία από αυτές έχουμε και την αντίστοιχη διδιάστατη εικόνα του δακτυλικού αποτυπώματος, με άλλα λόγια 100 διαφορετικές εικόνες.
Βασικά, τα αποτυπώματα αποτελούνται από μόρια που ανήκουν σε τρεις κατηγορίες: μόρια ιδρώτα που όλοι παράγουμε σε πολύ διαφορετικές ποσότητες, μόρια που εισάγουμε στο σώμα μας και μετά τα αποβάλλουμε ιδρώνοντας και μόρια με τα οποία μπορεί να μολύνουμε τα ακροδάχτυλά μας όταν συναντάμε ουσίες όπως αίμα, μπογιά, λίπος, αλλά ακόμη και αόρατες ουσίες. Και τα μόρια είναι αυτά που λένε ποιοι είμαστε και τι έχουμε κάνει. Απλώς χρειάζεται να έχουμε την κατάλληλη τεχνολογία για να μιλήσουν.
Συνεχίζοντας επάνω στο υποθετικό μας σενάριο:
Η ανάλυση εντοπίζει -ανάμεσα σε άλλα- τρία μόρια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόρια λιπαντικού προφυλακτικών, μόρια από ένα αντικαταθλιπτικό και ένα πολύ ξεχωριστό μόριο το οποίο σηματίζεται στο σώμα μόνο αν κάποιος πίνει αλκοόλ και ταυτόχρονα καταναλώνει κοκαΐνη. Το τελευταίο είναι σε θέση να μας δώσει στοιχεία για τη νοητική κατάσταση του ατόμου την ώρα που διέπραττε το έγκλημα. Ενώ το πραγματικά εκπληκτικό είναι πως οι βάσεις δεδομένων, πλέον, μπορούν να προσδιορίσουν ακόμα και την μάρκα του προφυλακτικού, μέσω του λιπαντικού που ανιχνεύθηκε.
Οι αναλυτές τώρα ξέρουν πως ο δράστης παίρνει αντικαταθλιπτικά και ότι κάνει χρήση κοκαΐνης. Παρά το ότι κάποιοι ύποπτοι μπορεί να ταιριάζουν σε αυτό το προφίλ, τα στοιχεία αυτά από μόνα τους δεν είναι ικανά για να συλληφθεί κάποιος. Δεν υπάρχουν ακόμα αδιάσειστα στοιχεία, όπως η ταύτιση δακτυλικών αποτυπωμάτων. Θυμηθείτε όμως πως τα μόρια που εντοπίστηκαν δεν αφορούν τα “μπερδεμένα” αποτυπώματα γενικώς, αλλά αντίθετα εντοπίζονται ξανά και ξανά σε πολλά διαφορετικά σημεία τους. Αυτό σημαίνει πως μία ουσία που μπορεί να βρίσκεται στο ένα από τα δύο δακτυλικά αποτυπώματα δεν χρειάζεται -απαραίτητα- να βρίσκεται και στο άλλο. Απεικονίζοντας λοιπόν τα αποτυπώματα βάσει μεμονωμένων ουσιών που έχουν εντοπιστεί, μπορούμε να τα διαχωρίσουμε.
Καταφέραμε λοιπόν να ξεχωρίσουμε τα δύο αποτυπώματα, καθώς υπάρχουν ουσίες που ενώ βρίσκονται στο ένα, δεν υπάρχουν στο άλλο. Το ένα από τα δύο φαίνεται καθαρά και μπορεί να ταυτοποιηθεί: είναι του θύματος. Αυτό που μένει, λοιπόν, πιθανότατα είναι του δράστη. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν είναι ευδιάκριτο. Δεν μπορεί να μας δώσει ένα όνομα…
Υπάρχει όμως λύση και γι αυτό. Όπως ήδη αναφέραμε, για κάθε ουσία υπάρχει και μία αντίστοιχη εικόνα του αποτυπώματος, που απεικονίζει τα σημεία στα οποία έχει αυτή βρεθεί. Η κάθε τέτοια εικόνα ενδεχομένως να μην είναι καθαρή, μπορεί να μην είναι κάν ολόκληρη. Για πράδειγμα, τα μόρια του αντικαταθλιπτικού μπορεί να βρίσκονται σε ένα μικρό μόνο μέρος του δακτυλικού αποτυπώματος του δράστη. Το ίδιο ισχύει και για τα μόρια του λιπαντικού, τα οποία όμως μπορεί να βρίσκονται σε διαφορετικό -μικρό ή μεγάλο- τμήμα του αποτυπώματος. Διαθέτουμε δηλαδή πολλά -πάρα πολλά- κομμάτια, πολλές επιμέρους εικόνες του αποτυπώματος, πιθανά χωρίς καμία από αυτές να αποτελεί ολοκληρωμένη απεικόνισή του. Τι γίνεται όμως αν τις βάλουμε όλες μαζί?
Με υπέρθεση των εικόνων για κάθε ουσία που έχει εντοπιστεί στο αποτύπωμα του δράστη, παίρνουμε μία συνολική, μία αθροιστική απεικόνιση για όλες τις ουσίες που έχουν βρεθεί. Και η κάθε μία προσθέτει το δικό της κομμάτι, τις δικές της λεπτομέρειες του αποτυπώματος στην συνολική εικόνα, η οποία πλέον αποτελεί ένα ευδιάκριτο δακτυλικό αποτύπωμα.
Τώρα, η ταυτοποίηση του δράστη μπορεί να γίνει χωρίς καμία αμφιβολία…
Η ομιλία: Your fingerprints reveal more than you think